Anonymous

λάσται: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_4)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάσται''': «πόρναι» Ἡσύχ.
|lstext='''λάσται''': «πόρναι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσται]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πόρναι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τους τ. [[λιλαίομαι]], [[λάσθη]].
}}
}}