λάσται

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάσται Medium diacritics: λάσται Low diacritics: λάσται Capitals: ΛΑΣΤΑΙ
Transliteration A: lástai Transliteration B: lastai Transliteration C: lastai Beta Code: la/stai

English (LSJ)

πόρναι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λάσται: «πόρναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάσται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι, λάσθη.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: πόρναι H.; s. λιλαίομαι.
Other forms: Shortened form λάστρις (EM 159,30).
Derivatives: Besides λάσταυρος κίναιδος' (Theopomp., AP ), ἡμι-λάσταυρος (Men.), hardly after κένταυ-ρος, cf. H.: κένταυροι ... καὶ οἱ παιδερασται(?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 383 connects λασιτός κίναιδος and λεσιτὸς πόρνη. The root λασ- is clearly Pre-Greek. (Therefor not to λιλαίομαι.)

Frisk Etymology German

λάσται: {lástai}
Meaning: πόρναι H.;
Derivative: Daneben λάσταυρος κίναιδος (Theopomp., AP u. a.), ἡμιλάσταυρος (Men.), wohl nach κένταυρος, vgl. H.: κένταυροι· ... καὶ οἱ παιδερασταί; Kurzform λάστρις (EM 159,30).
See also: s. λιλαίομαι.
Page 2,89