Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάτρον: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />salaire, rémunération.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
|btext=ου (τό) :<br />salaire, rémunération.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
{{grml
|mltxt=[[λάτρον]], τὸ (Α)<br />[[μισθός]] εργασίας, [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[λάτρον]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σήμαν</i>-<i>τρον</i>). Η [[σύνδεση]] με γερμαν. βαλτοσλαβ. και ινδοϊρανικές λ. (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>le?</i>) «[[γαιοκτησία]]», αρχ. σλαβ. <i>l</i><i>ě</i><i>tb</i>, ρωσ. <i>letb</i> «επιτρέπεται, [[είναι]] ελεύθερο», λιθουαν. <i>lieta</i> «όφελος, [[συμφέρον]]», αρχ. ινδ. <i>r</i><i>ā</i><i>ti</i>, αβεστ. <i>r</i><i>ā</i><i>iti</i>- «[[δίνω]] [[πρόθυμα]], [[γενναιοδωρία]]») προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές δυσχέρειες].
}}
}}