Anonymous

λάτρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάτρον''': τό, πληρωμή, [[μισθός]], λάτρων ἄτερθε, [[ἄνευ]] πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― [[λάτρον]] ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35.
|lstext='''λάτρον''': τό, πληρωμή, [[μισθός]], λάτρων ἄτερθε, [[ἄνευ]] πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― [[λάτρον]] ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />salaire, rémunération.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
}}