Anonymous

λειμωνήρης: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_7)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειμωνήρης''': -ες, (ἄρω) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, «[[λειμωνήρης]] [[βοτάνη]], ἡ ἐν τῷ λειμῶνι» Σουΐδ.
|lstext='''λειμωνήρης''': -ες, (ἄρω) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, «[[λειμωνήρης]] [[βοτάνη]], ἡ ἐν τῷ λειμῶνι» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειμωνήρης]], -ες (Α)<br />αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («[[λειμωνήρης]] [[βοτάνη]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-[[ήρης]], <i>κλιν</i>-[[ήρης]])].
}}
}}