λειμωνήρης
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ες, belonging to a meadow, βοτάνη Suid.
German (Pape)
[Seite 23] ες, zur Wiese od. Aue gehörig, βοτάνη, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λειμωνήρης: -ες, (ἄρω) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, «λειμωνήρης βοτάνη, ἡ ἐν τῷ λειμῶνι» Σουΐδ.
Greek Monolingual
λειμωνήρης, -ες (Α)
αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, -ῶνος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. αμαξήρης, κλινήρης)].