3,274,216
edits
(T21) |
(22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=λειτουργίας, ἡ (from [[λειτουργέω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], a [[public]] [[office]] [[which]] a [[citizen]] undertakes to [[administer]] at his [[own]] [[expense]]: [[Plato]], legg. 12, p. 949c.; [[Lysias]], p. 163,22; Isocrates, p. 391d.; Theophrastus, Char. 20 (23), 5; 23 (29), 4, and others.<br /><b class="num">2.</b> [[universally]], [[any]] [[service]]: of [[military]] [[service]], [[Polybius]]; Diodorus 1,63. 73; of the [[service]] of workmen,<br /><b class="num">c.</b> 21; of [[that]] done to [[nature]] in the [[cohabitation]] of [[man]] and [[wife]], [[Aristotle]], oec. 1,3, p. 1343b, 20.<br /><b class="num">3.</b> in Biblical Greek a. the [[service]] or [[ministry]] of the priests [[relative]] to the prayers and sacrifices offered to God: עֲבודָה, Diodorus 1,21; Josephus; ([[Philo]] de caritat. § 1under the [[end]]; others; [[see]] [[Sophocles]] Lex. [[under]] the [[word]])); [[hence]], the [[phrase]] in [[θυσία]], b. at the [[end]] (cf. Lightfoot on Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 44 [ET])).<br /><b class="num">b.</b> a [[gift]] or [[benefaction]], for the [[relief]] of the [[needy]] ([[see]] [[λειτουργέω]], 2c.): Philippians 2:30. | |txtha=λειτουργίας, ἡ (from [[λειτουργέω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], a [[public]] [[office]] [[which]] a [[citizen]] undertakes to [[administer]] at his [[own]] [[expense]]: [[Plato]], legg. 12, p. 949c.; [[Lysias]], p. 163,22; Isocrates, p. 391d.; Theophrastus, Char. 20 (23), 5; 23 (29), 4, and others.<br /><b class="num">2.</b> [[universally]], [[any]] [[service]]: of [[military]] [[service]], [[Polybius]]; Diodorus 1,63. 73; of the [[service]] of workmen,<br /><b class="num">c.</b> 21; of [[that]] done to [[nature]] in the [[cohabitation]] of [[man]] and [[wife]], [[Aristotle]], oec. 1,3, p. 1343b, 20.<br /><b class="num">3.</b> in Biblical Greek a. the [[service]] or [[ministry]] of the priests [[relative]] to the prayers and sacrifices offered to God: עֲבודָה, Diodorus 1,21; Josephus; ([[Philo]] de caritat. § 1under the [[end]]; others; [[see]] [[Sophocles]] Lex. [[under]] the [[word]])); [[hence]], the [[phrase]] in [[θυσία]], b. at the [[end]] (cf. Lightfoot on Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 44 [ET])).<br /><b class="num">b.</b> a [[gift]] or [[benefaction]], for the [[relief]] of the [[needy]] ([[see]] [[λειτουργέω]], 2c.): Philippians 2:30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λειτουργία]], Α και λῃτουργία)<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ιερουργία]] στον ναό και, [[ιδίως]], η λατρευτική [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας στον χριστιανικό ναό («η Θεία Λειτουργία»)<br /><b>2.</b> το [[τυπικό]], [[δηλαδή]] το [[σύνολο]] προσευχών, αναγνώσεων ιερών κειμένων, ψαλμών, ιερουργιών που έχουν καθοριστεί [[κατά]] το ορθόδοξο [[δόγμα]] για την [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>3.</b> (στην αρχαία Αθήνα) η ορισμένη από τον νόμο δαπανηρή [[υπηρεσία]] [[υπέρ]] της πόλης ή του λαού, την οποία ήταν υποχρεωμένος να παράσχει [[έπειτα]] από [[εντολή]] [[ένας]] [[πλούσιος]] [[πολίτης]] ή τήν προσέφεραν εκούσια και [[χωρίς]] [[εντολή]] εύποροι πολίτες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[λειτουργία]] του Μεγάλου Βασιλείου» — η [[λειτουργία]] που τελείται μόνο [[δέκα]] φορές [[κατά]] τη Σαρακοστή<br />β) «η [[λειτουργία]] Ιωάννου του Χρυσοστόμου» — η πιο [[συνήθης]] [[λειτουργία]] στους ναούς<br />γ) «η [[λειτουργία]] τών Προηγιασμένων (Δώρων)» — η [[λειτουργία]] που τελείται τις Τετάρτες και Παρασκευές της Σαρακοστής<br />δ) «η [[λειτουργία]] Ιακώβου του Αδελφοθέου» — η παλαιότερη και εκτενέστερη από τις άλλες λειτουργίαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ρόλος]], ο [[προορισμός]] ενός μέσου, ενός συνόλου, μιας δομής ή ενός στοιχείου, ενός θεσμού ή ενός ιδρύματος (α. «κύρια [[λειτουργία]] της γλώσσας [[είναι]] η [[επικοινωνία]]» β. «η δημοκρατική [[λειτουργία]] του κράτους έχει [[πλέον]] αποκατασταθεί πλήρως»)<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] ενέργειας, δράσης ή κίνησης ενός συστήματος ή συγκροτήματος, μηχανικού ή άλλου (α. «το νέο [[εργοστάσιο]] τέθηκε [[σήμερα]] σε [[λειτουργία]]» β. «η [[λειτουργία]] της μηχανής αυτής [[είναι]] ελαττωματική» γ. «η [[λειτουργία]] του [[κάμπινγκ]] δεν διακόπτεται [[ούτε]] στη [[διάρκεια]] της νύχτας»)<br /><b>3.</b> ο [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] δραστηριότητας τών σωματικών οργάνων και τών αισθήσεων ο [[οποίος]] χαρακτηρίζει τα έμβια όντα (α. «έχουν ανασταλεί οι κύριες λειτουργίες του οργανισμού» β. «η [[λειτουργία]] της αναπνοής [[είναι]] πολυσύνθετη διεργασία»)<br /><b>4.</b> [[είδος]] θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης, αλλ. [[μίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[παροχή]] ή [[υπηρεσία]] [[προς]] το [[κράτος]] η οποία επιβαλλόταν από τον νόμο<br /><b>2.</b> [[κάθε]] εξυπηρετική [[ενέργεια]], [[κάθε]] [[έργο]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> η [[δημόσια]] [[λατρεία]] τών θεών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (στο [[στράτευμα]]) «ὁ ἐπὶ τῶν λειτουργιῶν» — ο [[αξιωματικός]] που επέβλεπε τους στρατιώτες ή τους ιδιώτες τεχνίτες [[κατά]] την [[εκτέλεση]] έργου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λειτουργῶ</i>. Η λ. από την αρχ. σημ. της δημόσιας λατρείας τών θεών εξελίχθηκε στην [[έννοια]] της εκκλησιαστικής και, συγκεκριμένα, της χριστιανικής ιερουργίας. Με αυτήν τη σημ. δανείστηκαν τη λ. οι ευρωπαϊκές γλώσσες μέσω ενός υστερολατ. <i>liturgia</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>liturgy</i>, γαλλ. <i>liturgie</i>, γερμ. <i>Liturgie</i>). Πέρα από αυτήν τη σημ., η λ. [[λειτουργία]] χρησιμοποιείται ευρύτατα [[σήμερα]] προκειμένου να δηλώσει την εν δράσει [[κατάσταση]], [[ενέργεια]], ρόλο ή προορισμό, σημασίες που αποδίδουν αντίστοιχες χρήσεις ξεν. λ. (αγγλ. <i>function</i>, γαλλ. <i>function</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>functio</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>functus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του <i>fungor</i> «[[επιτελώ]], [[εκτελώ]] τα καθήκοντά μου»), [[χωρίς]] να απέχουν πολύ από την αρχ. σημ. «[[παροχή]] υπηρεσίας, [[κάθε]] εξυπηρετική [[ενέργεια]]»]. | |||
}} | }} |