Anonymous

λεύκη: Difference between revisions

From LSJ
1,066 bytes added ,  29 September 2017
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peuplier blanc, <i>arbre</i> : [[τῇ]] λεύκῃ ἐστεφανωμένοι DÉM couronnés de feuilles de peuplier blanc;<br /><b>2</b> lèpre blanche, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[λευκός]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peuplier blanc, <i>arbre</i> : [[τῇ]] λεύκῃ ἐστεφανωμένοι DÉM couronnés de feuilles de peuplier blanc;<br /><b>2</b> lèpre blanche, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[λευκός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[λεύκη]])<br /><b>1.</b> το [[δένδρο]] [[λεύκα]]<br /><b>2.</b> [[δερματοπάθεια]] που χαρακτηρίζεται από λευκομελανοδερμία («λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθεσία]] στην Αθήνα όπου γινόταν [[πώληση]] τών δημόσιων προσόδων<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ανδρόσακες<br /><b>3.</b> η [[κιμωλία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λεῡκαι</i><br />α) οι λευκές κηλίδες στα νύχια<br />β) [[ονομασία]] διαφόρων εμπλάστρων<br />γ) είδη κοχυλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκή</i>, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. [[λευκός]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>βλ.</b> και [[λεύκα]])].
}}
}}