Anonymous

λεύκη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεύκη''': ἡ, [[νόσος]] τις τοῦ δέρματος, καλουμένη [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος· [[εἶδος]] λέπρας ἢ μάλλον ἐλεφαντιάσεως, λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 138· λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Ἱππ. Προρρ. 114. λ. ἀλφούς τε Πλάτ. Τίμ. 85Α· [[ἐξάνθημα]] ὃ καλεῖται λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 6, πρβλ. Πρβλ. 10. 4 κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. II. ἡ λευκὴ [[αἴγειρος]], κοινῶς «λεύκα», Λατ. populus alba, [[εὔχρηστος]] πρὸς παρασκευὴν στεφάνων, θιάσους ἐστεφανωμένους τῇ λεύκῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1007, Δημ. 313. 24· πρβλ. [[ἀχερωίς]], [[αἴγειρος]]. 2) [[τόπος]] ἐν Ἀθήναις, [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο αἱ δημόσιαι πρόσοδοι, πιθανῶς οὕτω κληθεὶς ἐκ δένδρου τινὸς λεύκης ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ, Ἀνδοκ. 17. 24· πρβλ. Böckh. P. E. 2. 26. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ὡσαύτως]] [[ἀνδρόσακες]], Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 150. IV. ἐν τῷ πληθ., λευκὰ στίγματα εἰς τοὺς ὄνυχας, κοινῶς «ψεῖρα», Ἀλεξ. Προβλ. 1. 146.
|lstext='''λεύκη''': ἡ, [[νόσος]] τις τοῦ δέρματος, καλουμένη [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος· [[εἶδος]] λέπρας ἢ μάλλον ἐλεφαντιάσεως, λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 138· λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Ἱππ. Προρρ. 114. λ. ἀλφούς τε Πλάτ. Τίμ. 85Α· [[ἐξάνθημα]] ὃ καλεῖται λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 6, πρβλ. Πρβλ. 10. 4 κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. II. ἡ λευκὴ [[αἴγειρος]], κοινῶς «λεύκα», Λατ. populus alba, [[εὔχρηστος]] πρὸς παρασκευὴν στεφάνων, θιάσους ἐστεφανωμένους τῇ λεύκῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1007, Δημ. 313. 24· πρβλ. [[ἀχερωίς]], [[αἴγειρος]]. 2) [[τόπος]] ἐν Ἀθήναις, [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο αἱ δημόσιαι πρόσοδοι, πιθανῶς οὕτω κληθεὶς ἐκ δένδρου τινὸς λεύκης ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ, Ἀνδοκ. 17. 24· πρβλ. Böckh. P. E. 2. 26. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ὡσαύτως]] [[ἀνδρόσακες]], Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 150. IV. ἐν τῷ πληθ., λευκὰ στίγματα εἰς τοὺς ὄνυχας, κοινῶς «ψεῖρα», Ἀλεξ. Προβλ. 1. 146.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peuplier blanc, <i>arbre</i> : [[τῇ]] λεύκῃ ἐστεφανωμένοι DÉM couronnés de feuilles de peuplier blanc;<br /><b>2</b> lèpre blanche, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[λευκός]].
}}
}}