3,277,636
edits
(6_14) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292. | |lstext='''λεπτόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπτόπους]], -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ποῦς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δασύ</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]]. | |||
}} | }} |