Anonymous

λεπτόπους: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_14)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.
|lstext='''λεπτόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπτόπους]], -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ποῦς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δασύ</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]].
}}
}}