λεπτόπους
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος, with small, delicate feet, Sch.Ar.Av. 1292.
German (Pape)
[Seite 31] -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόπους: ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.
Greek Monolingual
λεπτόπους, -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ποῦς (πρβλ. δασύ-πους, ταχύ-πους].