3,276,318
edits
(6_10) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτουργία''': ἡ, λεπτὴ [[ἐργασία]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ. | |lstext='''λεπτουργία''': ἡ, λεπτὴ [[ἐργασία]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λεπτουργία]]) [[λεπτουργός]]<br />καλλιτεχνική [[επεξεργασία]], [[δούλεμα]] με [[λεπτότητα]], λεπτή [[τέχνη]] («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτολογία]] («[[πλείων]] τοῡ ἀνδρὸς ἡ [[πολυπραγμοσύνη]] καὶ ἡ [[λεπτουργία]]», Θεμίστ.)<br /><b>2.</b> [[οξύτητα]] πνεύματος. | |||
}} | }} |