Anonymous

λησμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />oubli.<br />'''Étymologie:''' [[λήθω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />oubli.<br />'''Étymologie:''' [[λήθω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λησμοσύνη]], δωρ. τ. λησμοσύνα) [[λήσμων]]<br />[[λήθη]], [[λησμονιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να λησμονεί [[κάποιος]], [[ξέχασμα]], [[ξεχασιά]]<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική [[λησμοσύνη]]»).
}}
}}