Anonymous

λινοποιός: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_18)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.
|lstext='''λῐνοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων λινᾶ ὑφάσματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 942.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει, που υφαίνει λινά υφάσματα.
}}
}}