3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />substance grasse.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]]. | |btext=ατος (τό) :<br />substance grasse.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[λίπασμα]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[ουσία]] που προστίθεται στο [[έδαφος]] για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην [[ανάπτυξη]] και [[παραγωγικότητα]] τών [[φυτών]] (α. «[[φυσικά]] λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαφυλλικό [[λίπασμα]]» — [[λίπασμα]] που διασκορπίζεται στο [[φύλλωμα]] τών καλλιεργούμενων [[φυτών]] από το οποίο και απορροφάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύτητα]], [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αλοιφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα. | |||
}} | }} |