Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιχανός: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />l’index, le second doigt de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />l’index, le second doigt de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[λιχανός]], -όν)<br />(ως επίθ. του [[δάκτυλος]] ή το αρσ. ως ουσ.) το [[μετά]] τον αντίχειρα [[δάκτυλο]], ο [[δείκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλείφει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λιχανὸς [[σωλήν]]» — ο [[σωλήνας]] που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς [[φθόγγος]]» — ο [[φθόγγος]] που αναδίδεται από τη [[χορδή]] [[λίχανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>].
}}
}}