Anonymous

λοιμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_1)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιμεύομαι''': ([[λοιμός]]), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
|lstext='''λοιμεύομαι''': ([[λοιμός]]), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
}}
{{grml
|mltxt=[[λοιμεύομαι]] (Α) [[λοιμός]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]].
}}
}}