λοιμεύομαι

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμεύομαι Medium diacritics: λοιμεύομαι Low diacritics: λοιμεύομαι Capitals: ΛΟΙΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: loimeúomai Transliteration B: loimeuomai Transliteration C: loimeyomai Beta Code: loimeu/omai

English (LSJ)

(λοιμός) to be pestilent, LXX Pr.19.19.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμεύομαι: (λοιμός), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).

Greek Monolingual

λοιμεύομαι (Α) λοιμός
επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά.

German (Pape)

verderben, LXX.