Anonymous

λοιγός: Difference between revisions

From LSJ
1,406 bytes added ,  29 September 2017
23
(SL_2)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[λοιγός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[havoc]] ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν [[αὐτοῦ]] θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου (N. 9.37) †λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ (λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) (I. 7.28)
|sltr=[[λοιγός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[havoc]] ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν [[αὐτοῦ]] θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου (N. 9.37) †λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ (λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) (I. 7.28)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λοιγός]], -οῡ, ὁ (Α)<br />[[καταστροφή]] από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leig</i>-, η οποία είχε και [[πρόθημα]] <i>o</i>-<i>leig</i>-. Συνδέεται με το λιθουαν. <i>liegti</i> «[[ασθενώ]]». Τη μηδενισμένη [[μορφή]] της ρίζας εμφανίζουν το λιθουαν. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]» και το λεττον. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]», [[καθώς]] και τα αλβ. <i>lig</i> «[[κακός]], [[αδύνατος]]» και ιρλδ. <i>liach</i> «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]». Στη [[μορφή]] <i>o</i>-<i>leig</i>- της ρίζας ανάγεται το [[ολίγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοίγιος]], [[λοιγίστρια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιγολαμπής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[λοιγός]], -όν (Α)<br />[[λοίγιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[λοίγιος]].
}}
}}