Anonymous

λοιγός: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λοιγός]], -οῡ, ὁ (Α)<br />[[καταστροφή]] από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leig</i>-, η οποία είχε και [[πρόθημα]] <i>o</i>-<i>leig</i>-. Συνδέεται με το λιθουαν. <i>liegti</i> «[[ασθενώ]]». Τη μηδενισμένη [[μορφή]] της ρίζας εμφανίζουν το λιθουαν. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]» και το λεττον. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]», [[καθώς]] και τα αλβ. <i>lig</i> «[[κακός]], [[αδύνατος]]» και ιρλδ. <i>liach</i> «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]». Στη [[μορφή]] <i>o</i>-<i>leig</i>- της ρίζας ανάγεται το [[ολίγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοίγιος]], [[λοιγίστρια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιγολαμπής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[λοιγός]], -όν (Α)<br />[[λοίγιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[λοίγιος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λοιγός]], -οῡ, ὁ (Α)<br />[[καταστροφή]] από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leig</i>-, η οποία είχε και [[πρόθημα]] <i>o</i>-<i>leig</i>-. Συνδέεται με το λιθουαν. <i>liegti</i> «[[ασθενώ]]». Τη μηδενισμένη [[μορφή]] της ρίζας εμφανίζουν το λιθουαν. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]» και το λεττον. <i>liga</i> «[[ασθένεια]]», [[καθώς]] και τα αλβ. <i>lig</i> «[[κακός]], [[αδύνατος]]» και ιρλδ. <i>liach</i> «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]». Στη [[μορφή]] <i>o</i>-<i>leig</i>- της ρίζας ανάγεται το [[ολίγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοίγιος]], [[λοιγίστρια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοιγολαμπής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[λοιγός]], -όν (Α)<br />[[λοίγιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του [[λοίγιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοιγός:''' -οῦ, ὁ, [[καταστροφή]], [[ερήμωση]], [[βλάβη]], [[φθορά]], λέγεται για θάνατο από λοιμό, [[πανούκλα]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον πόλεμο, στο ίδ.· χρησιμ. και για την [[καταστροφή]] των πλοίων, στο ίδ.
}}
}}