Anonymous

λοχαγία: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />commandement d’une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />commandement d’une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λοχαγία]], ἡ (Α) [[λοχαγός]]<br />το [[αξίωμα]], το [[λειτούργημα]], η [[θέση]] του λοχαγού («κατὰ [[μέρος]] δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}