Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λοχαγία

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχᾱγία Medium diacritics: λοχαγία Low diacritics: λοχαγία Capitals: ΛΟΧΑΓΙΑ
Transliteration A: lochagía Transliteration B: lochagia Transliteration C: lochagia Beta Code: loxagi/a

English (LSJ)

ἡ, Dor. for λοχηγία (also used in Att., v. λοχαγός) rank or office of λοχαγός, X.An.1.4.15, 3.1.30, Arist.Pol.1322b4 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
commandement d'une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.

German (Pape)

[ᾱ], ἡ, die Würde eines λοχαγός; Xen. An. 1.4.14, 3.1.30; Arist. Pol. 6.8.

Russian (Dvoretsky)

λοχᾱγία: ион. λοχηγία ἡ командование лохом, должность или звание лохага Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λοχᾱγία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγία ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., (ἴδε λοχαγός), τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ θέσις τοῦ λοχαγοῦ, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 14., 3. 1, 30.

Greek Monolingual

λοχαγία, ἡ (Α) λοχαγός
το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση του λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

λοχᾱγία: ἡ, Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγία, αξίωμα ή θέση του λοχαγοῦ, σε Ξεν.

Middle Liddell

λοχᾱγία, ἡ,
the rank or office of λοχαγός, Xen. [doric and Attic for λοχηγία,]