Anonymous

λιτανευτικός: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_10)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐτᾰνευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.
|lstext='''λῐτᾰνευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιτανευτικός]], -ή, -όν (Α) [[λιτανεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιτανεία]].
}}
}}