Anonymous

λυγμός: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />hoquet.<br />'''Étymologie:''' R. Λυγ, cf. [[λύγξ]]².
|btext=οῦ (ὁ) :<br />hoquet.<br />'''Étymologie:''' R. Λυγ, cf. [[λύγξ]]².
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λυγμός]])<br />[[σπασμός]] του διαφράγματος υπό την [[επίδραση]] ψυχικού πόνου, ο [[οποίος]] ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη [[εξαγωγή]] του αέρα που υπάρχει στον θώρακα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λόξυγγας]] («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγ</i>- του [[λύζω]] «έχω λόξυγγα, [[βγάζω]] λυγμό» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κράζω]]: <i>κραγμός</i>)].
}}
}}