λυγμός

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγμός Medium diacritics: λυγμός Low diacritics: λυγμός Capitals: ΛΥΓΜΟΣ
Transliteration A: lygmós Transliteration B: lygmos Transliteration C: lygmos Beta Code: lugmo/s

English (LSJ)

ὁ, (λύζω)
A = λύγξ (B) (hiccup, sob), Hp.Aph.5.3, Arist.Pr.961b9,963a38 (pl.), Nic.Th.434 (pl.), J.BJ6.2.2.
II = ὀλολυγμός (moaning, weeping), Suid.; = θρῆνος, Hsch.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hoquet.
Étymologie: R. Λυγ, cf. λύγξ².

German (Pape)

ὁ, der Schlucken, Plut. Symp. 3.1.3 E.; Schol. Ar. Ach. 690; im plur., Nic. Th. 434. – Auch das Schluchzen, Weinen, Suid.

Russian (Dvoretsky)

λυγμός:икота Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λυγμός: -οῦ, ὁ, (λύζω) = λύγξ, (ἡ), Ἱππ. Ἀφ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1 καὶ 17· ἐν τῷ πληθ., Νικ. Θηρ. 434.

Greek Monolingual

ο (AM λυγμός)
σπασμός του διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή του αέρα που υπάρχει στον θώρακα
μσν.-αρχ.
λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ- του λύζω «έχω λόξυγγα, βγάζω λυγμό» + κατάλ. -μός (πρβλ. κράζω: κραγμός)].