Anonymous

λυχνόβιος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυχνόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.
|lstext='''λυχνόβιος''': -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυχνόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τη ζωή του [[κοντά]] στο φως του λύχνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>, <i>λιτό</i>-<i>βιος</i>)].
}}
}}