λυχνόβιος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνόβῐος Medium diacritics: λυχνόβιος Low diacritics: λυχνόβιος Capitals: ΛΥΧΝΟΒΙΟΣ
Transliteration A: lychnóbios Transliteration B: lychnobios Transliteration C: lychnovios Beta Code: luxno/bios

English (LSJ)

λυχνόβιον, living by lamplight, Senec.Ep.122.

German (Pape)

bei der Leuchte lebend, der aus Nacht Tag macht, Seneca epist. 122.

Russian (Dvoretsky)

λυχνόβιος: живущий при свете ламп, т. е. ведущий ночной образ жизни Sen.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.

Greek Monolingual

λυχνόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως του λύχνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος, λιτόβιος)].