Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λωροτόμος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λωροτόμος''': -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. [[σκυτοτόμος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D.
|lstext='''λωροτόμος''': -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. [[σκυτοτόμος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D.
}}
{{grml
|mltxt=[[λωροτόμος]], -ον (AM)<br />αυτός που κόβει δέρματα σε λουρίδες, που κατασκευάζει λουριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λῶρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]])].
}}
}}