Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λωροτόμος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωροτόμος Medium diacritics: λωροτόμος Low diacritics: λωροτόμος Capitals: ΛΩΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: lōrotómos Transliteration B: lōrotomos Transliteration C: lorotomos Beta Code: lwroto/mos

English (LSJ)

λωροτόμον, cutting thongs, Hsch. s.v. σκυτοτόμος, Sch.Pl.Grg. 517e, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).216.

Greek (Liddell-Scott)

λωροτόμος: -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. σκυτοτόμος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D.

Greek Monolingual

λωροτόμος, -ον (AM)
αυτός που κόβει δέρματα σε λουρίδες, που κατασκευάζει λουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος + -τόμος (< τέμνω)].

German (Pape)

Riemen schneidend, Schol. Platon. Ruhnk. p. 130.