3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait partie d’une troupe, <i>particul.</i> d’une compagnie, soldat.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui fait partie d’une troupe, <i>particul.</i> d’une compagnie, soldat.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοχίτης]], -ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [[λόχος]]<br />αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν [[ἀπέριττος]] [[ἄνθρωπος]] περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τον ίδιο λόχο με άλλον, [[συστρατιώτης]] («εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μονοστιβῆ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απλός]] [[στρατιώτης]], [[οπλίτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ λοχῑτις</i> (ενν. [[ἐκκλησία]])<br />η [[μεγάλη]] [[συνέλευση]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία ψήφιζαν [[κατά]] λόχους για την [[εκλογή]] αρχών, για πόλεμο, για [[ειρήνη]] ή για άλλα σπουδαία θέματα, όπως λ.χ. για [[επιβολή]] θανατικής ποινής. | |||
}} | }} |