λοχίτης

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχῑ́της Medium diacritics: λοχίτης Low diacritics: λοχίτης Capitals: ΛΟΧΙΤΗΣ
Transliteration A: lochítēs Transliteration B: lochitēs Transliteration C: lochitis Beta Code: loxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A one of the same λόχος or company, fellow-soldier, comrade, warrior, man at arms A.Ag. 1650, X. Cyr.2.2.7, etc.; ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; with attendants or alone? A.Ch.768; πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας S. OT751:—fem. λοχῖτις ἐκκλησία, = centuriate assembly, Lat. comitia centuriata, D.H.4.20, App.BC 3.30, etc.
II one who lies in wait, Hsch., Suid. (leg. λοχητής).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait partie d'une troupe, particul. qui fait partie d'une compagnie, soldat.
Étymologie: λόχος.

German (Pape)

ὁ,
1 im Hinterhalt liegend, auflauernd, Vetera Lexica.
2 der von demselben λόχος ist, Mitsoldat, Gefährte; Aesch. Ag. 1634; εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ Ch. 757; πολλοὺς ἔχων λοχίτας Soph. O.R. 751; Xen. und A.
Bei Dion.Hal. 4.20 ist λοχῖτις ἐκκλησίαcomitia centuriata.

Russian (Dvoretsky)

λοχίτης: ου (ῑ) ὁ солдат лоха, боец, воин Aesch., Soph., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (λόχος) ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόχου ἢ στρατιωτικοῦ σώματος, συστρατιώτης, σύντροφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1650, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 7, κτλ.· ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ; μὲ στρατιῶτας ἢ μόνος; Αἰσχύλ. Χο. 768· πολλοὺς ἔχων λοχίτας Σοφ. Ο. Τ. 751· ― θηλ. λοχῖτις ἐκκλησία, ἴδε ἐν λέξ. λόχος Ι. 3. ε. ΙΙ. ὁ ἐνεδρεύων, Εὐστ. Πονημ. 272. 14.

Greek Monolingual

λοχίτης, -ου, θηλ. λοχῑτις (AM) λόχος
αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῖθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῖς λοχίταις», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ», Αισχύλ.)
2. απλός στρατιώτης, οπλίτης
3. το θηλ. ἡ λοχῖτις (ενν. ἐκκλησία)
η μεγάλη συνέλευση τών Ρωμαίων κατά την οποία ψήφιζαν κατά λόχους για την εκλογή αρχών, για πόλεμο, για ειρήνη ή για άλλα σπουδαία θέματα, όπως λ.χ. για επιβολή θανατικής ποινής.

Greek Monotonic

λοχίτης: [ῑ], -ου, ὁ (λόχος), στρατιώτης από τον ίδιο λόχο ή στρατιωτικό σώμα, συστρατιώτης, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

λοχῑ́της, ου, ὁ, λόχος
one of the same company, a fellow-soldier, comrade, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

companion in arms, fellow-soldier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

warrior

Albanian: luftëtar; Apache Western Apache: nawołkaadi; Arabic: مُحَارِب‎, مُقَاتِل‎; Armenian: մարտիկ, ռազմիկ; Azerbaijani: döyüşçü, mübariz, əsgər; Belarusian: воін, баец, ваяк; Bengali: যোদ্ধা; Bulgarian: воин, боец, войник, ратник; Burmese: သူရဲ; Catalan: guerrer, guerrera; Chechen: тӏемло, сурхуо; Chinese Mandarin: 戰士, 战士, 武士, 勇士; Chuvash: çарçӑ; Czech: bojovník, válečník; Danish: kriger, stridsmand; Dutch: krijger; Erzya: ушман; Estonian: sõdalane; Finnish: taistelija, sotilas, soturi; French: guerrier, guerrière; Galician: guerreiro, guerreira; Georgian: მეომარი, მებრძოლი; German: Krieger, Kriegerin; Middle High German: dëgen; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐍂𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃; Greek: μαχητής; Ancient Greek: αἰχματάς, αἰχμητά, αἰχμητής, ἀσπιδηφόρος, ἀσπιδίτης, ἀσπιδιώτης, ἀσπιστάς, ἀσπιστήρ, ἀσπιστής, ἀσπίστωρ, ἐκπολεμιστής, ἥρως, κορυστής, λοχίτης, λοχῖτις, μαχαίτας, μαχατάρ, μαχατάς, μαχητής, μάχιμος, ὁπλιστάς, ὁπλιστής, ὁπλίτας, ὁπλίτης, ὁπλιτοπάλας, ὁπλιτοπάλης, ὁπλοφόρος, πολεμιστήρ, πολεμιστής, πολεμίστρια, πολεμιστρίς, πτολεμιστής, πτολεμιστρίς, στράτειος, στρατιώτης, τευχηστήρ, τευχηστής; Gujarati: લડવૈયો; Hebrew: לוֹחֵם‎, לוֹחֶמֶת‎; Hindi: लड़ाका, योद्धा, जंगजू; Hungarian: harcos; Indonesian: pendekar; Irish: gaiscíoch, laoch; Italian: guerriero, guerriera; Japanese: 戦士, 武士, 武人, 武者; Kazakh: жауынгер; Khmer: យោធ, ពលយោធា, យុទ្ធការី, យុទ្ធជន; Korean: 싸울아비, 무사(武士), 전사(戰士); Kurdish Northern Kurdish: cengawer, şerker, şervan; Kyrgyz: жоокер; Lao: ນັກຮົບ; Latin: bellator, bellatrix; Latvian: karavīrs, karotājs; Lithuanian: karys, kovotojas; Macedonian: воин; Malay: pahlawan, pejuang, kesatria; Malayalam: യോദ്ധാവ്; Middle English: werreour, kempe; Mon:သရာဲပၞာန်; Mongolian Cyrillic: байлдагч; Navajo: naabaahii; Ngazidja Comorian: mvulana, sudjaa; Norman: dgèrryi; Norwegian Bokmål: kriger, stridsmann; Nynorsk: krigar, stridsmann; Occitan: guerrièr; Old Church Slavonic Cyrillic: воинъ, оимъ; Old East Slavic: воинъ; Old English: cempa; Pali: yodha; Pashto: جنګي‎; Persian: جنگجو‎, سرباز‎; Piedmontese: guerié; Polish: wojownik, wojowniczka, żołnierz, żołnierka, woj, wój, wiciądz; Portuguese: guerreiro, guerreira; Rapa Nui: matato'a; Romanian: luptător, luptătoare; Russian: воин, боец, солдат, ратник; Sanskrit: योद्धृ; Scottish Gaelic: gaisgeach, laoch; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏тнӣк; Roman: rȁtnīk; Slovak: bojovník; Slovene: bojevnik, vojščak; Southern Altai: јуучыл; Spanish: guerrero, guerrera; Sumerian: 𒃼𒊏𒁺𒌝, 𒌨𒊕, 𒄞𒌓; Swedish: krigare, stridsman; Tagalog: mandirigma; Tajik: ҷанговар, аскар, сарбоз; Tatar: сугышчы; Thai: นักรบ; Tocharian B: wetāᵤ; Turkish: savaşçı, asker; Turkmen: urşujy, söweşiji, esger; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: вояк, воїн, боє́ць; Urdu: جنگجو‎; Uyghur: جەڭچى‎, ئەسكەر‎; Uzbek: jangchi, askar, sipoh; Vietnamese: chiến sĩ, chiến binh, võ sĩ; Welsh: rhyfelwr; Yiddish: שלאַכטמאַן‎