Anonymous

μακεσίκρανος: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾱκεσίκρᾱνος''': -ον, ([[μᾶκος]]) «ὁ [[ἔποψ]]· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ.
|lstext='''μᾱκεσίκρᾱνος''': -ον, ([[μᾶκος]]) «ὁ [[ἔποψ]]· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μακεσίκρανος]], -ον (Α)<br />(για τον τσαλαπετεινό) αυτός που έχει μακρύ [[λοφίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μᾶκεσι</i>- μέσω αμάρτυρου <i>μάκεσις</i> <span style="color: red;">+</span> [[κράνος]], [[κατά]] τα σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> και <i>λυσι</i>-)].
}}
}}