Anonymous

μακτήριος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_4)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακτήριος''': -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ζύμωμα]]· τὸ μ. - [[μάκτρα]], Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. [[κάλυμμα]] ἱερὸν κρύφιον. ἢ [[κύκλος]] [[ξύλινος]]».
|lstext='''μακτήριος''': -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ζύμωμα]]· τὸ μ. - [[μάκτρα]], Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. [[κάλυμμα]] ἱερὸν κρύφιον. ἢ [[κύκλος]] [[ξύλινος]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[μακτήριος]], -ία, -ον (Α) [[μακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ζύμωμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μακτήριον]]<br />α) [[σκάφη]] ζυμώματος, [[μάκτρα]]<br />β) [[μάκτρο]], προσόψιο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μακτήρια</i><br /><b>πιθ.</b> [[τροφή]], τρόφιμα<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μακτήριον]]<br />ἱλαστήριον, [[κάλυμμα]], ἱερὸν κρύφιον».
}}
}}