μακτήριος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek (Liddell-Scott)

μακτήριος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ζύμωμα· τὸ μ. - μάκτρα, Πλούτ. 2. 159D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακτήριον· ἱλαστήριον. κάλυμμα ἱερὸν κρύφιον. ἢ κύκλος ξύλινος».

Greek Monolingual

μακτήριος, -ία, -ον (Α) μακτήρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριον
α) σκάφη ζυμώματος, μάκτρα
β) μάκτρο, προσόψιο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήρια
πιθ. τροφή, τρόφιμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριον
ἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον».

German (Pape)

zum Kneten gehörig, bei Plut. sept. sap. conv. 15 werden μακτήρια neben κάμινοι und φρεώρυχοι genannt. Nach Hesych. ist μακτήριον ἱλαστήριον, κάλυμμα ἱερὸν κρύφιον.