Anonymous

μανιακός: Difference between revisions

From LSJ
24
(8)
 
(24)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=maniako/s
|Beta Code=maniako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαινόμενος]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μαινόμενος]], <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
{{grml
|mltxt=και [[μανικός]], -ή, -ό (AM [[μανικός]] και [[μανιακός]], -ή, -όν) [[μανία]]<br />αυτός που κατέχεται από [[μανία]], μαινόμενος, [[παράφρων]], [[τρελός]] («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[άνθρωπος]] [[παράφρων]], [[ανισόρροπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[πάθος]] για [[κάτι]], αυτός που έχει υπερβολική [[αγάπη]] για [[κάτι]] («[[είναι]] [[μανιακός]] με τη [[συλλογή]] παλαιών αντικειμένων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οργίλος]], [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μανικόν</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μανικόν</i><br />με [[μανία]], μανιωδώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον τ. [[μανικός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>) (για πράγματα, καταστάσεις, διαθέσεις <b>κ.λπ.</b>) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μανία]] ή αυτός που αρμόζει στη [[μανία]], [[μανιώδης]], [[παράφορος]] («μανικὸν [[νόσημα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(στον τ. [[μανικός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>)<br /><b>1.</b> αυτός που διατελεί υπό την [[επήρεια]] έμπνευσης, ο [[ένθους]] («εὐφυοῡς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῡ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[μανία]] («μανικοῑς ἐξέστησε τοῡ λογισμοῡ φαρμάκοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ μανική</i><br />η [[μανία]], η [[παραφροσύνη]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[σύμπτωμα]] μανίας, παραφροσύνης<br />β) το [[φυτό]] [[δορύκνιον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μανικῶς</i> (AM)<br />με μανιακό τρόπο, εμμανώς, μανιωδώς («πυρέττοντα μανικῶς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />σε υπέρμετρο βαθμό, εξωφρενικά, [[παράφορα]] («ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως και μανικῶς», Ισοκρ.).
}}
}}