Anonymous

μαιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ
23
(6_14)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαιμώσσω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[μαιμάω]], Νικ. Θ. 470.
|lstext='''μαιμώσσω''': μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[μαιμάω]], Νικ. Θ. 470.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαιμώσσω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[μαιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μαιμῶ</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
}}
}}