μαιμώσσω

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμώσσω Medium diacritics: μαιμώσσω Low diacritics: μαιμώσσω Capitals: ΜΑΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: maimṓssō Transliteration B: maimōssō Transliteration C: maimosso Beta Code: maimw/ssw

English (LSJ)

late form for μαιμάω, Nic.Th.470.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμώσσω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ μαιμάω, Νικ. Θ. 470.

Greek Monolingual

μαιμώσσω (Α)
επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα -ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμώσσω)].

German (Pape)

Sp. = μαιμάω, heftig begehren, οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκρυόεντα, Nic. Th. 470, wo der Schol. ζητῶν erkl. und die v.l. λαιμώσσων anführt.