μαιμώσσω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
late form for μαιμάω, Nic.Th.470.
Greek (Liddell-Scott)
μαιμώσσω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ μαιμάω, Νικ. Θ. 470.
Greek Monolingual
μαιμώσσω (Α)
επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα -ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμώσσω)].
German (Pape)
Sp. = μαιμάω, heftig begehren, οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκρυόεντα, Nic. Th. 470, wo der Schol. ζητῶν erkl. und die v.l. λαιμώσσων anführt.