Anonymous

μεγαλοφυής: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_7)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοφυής''': -ές, (φυὴ) εὐγενὴς τὴν φύσιν, Πολύβ. 12. 23, 5, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. [[κρίσις]] 11· πεπροικισμένος μὲ ἔξοχον εὐφυΐαν, ἐπὶ ζωγράφου, Διογ. Λ, 1. 28· τὸ μ., ἡ [[μεγάλη]] εὐφυΐα, Λογγῖν. 9. 1. Ἐπίρρ. μεγαλοφυῶς Κλήμ. Ἀλ. 582, κλ.
|lstext='''μεγᾰλοφυής''': -ές, (φυὴ) εὐγενὴς τὴν φύσιν, Πολύβ. 12. 23, 5, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. [[κρίσις]] 11· πεπροικισμένος μὲ ἔξοχον εὐφυΐαν, ἐπὶ ζωγράφου, Διογ. Λ, 1. 28· τὸ μ., ἡ [[μεγάλη]] εὐφυΐα, Λογγῖν. 9. 1. Ἐπίρρ. μεγαλοφυῶς Κλήμ. Ἀλ. 582, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑM [[μεγαλοφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] από τη [[φύση]] με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και του οποίου τα [[δημιουργικά]] επιτεύγματα διακρίνονται για την [[πρωτοτυπία]] και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης [[αξία]] τους (α. «[[μεγαλοφυής]] [[καλλιτέχνης]]» β. «[[μεγαλοφυής]] [[εφευρέτης]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπινα έργα) αυτός που έχει γίνει από μεγαλοφυή άνθρωπο ή αυτός που ταιριάζει σε μεγαλοφυή άνθρωπο (α. «μεγαλοφυές [[δημιούργημα]]» β. «μεγαλοφυά ήθη καί [[πάθη]]», Διον. Αλικ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />λεγόταν ως τιμητική [[προσφώνηση]] («ἡ μεγαλοφυὴς [[αὐθεντία]] σου», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο [[ανάστημα]], [[μεγαλόσωμος]], [[σωματώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεγαλοφυές</i><br />[[μεγάλη]], έξοχη ευφυΐα, εξαιρετικό [[πνεύμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοφυώς</i> (Α μεγαλοφυῶς)<br />με τρόπο μεγαλοφυή<br /><b>αρχ.</b><br />(με κακή σημ.) με υπερβολικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>φυής</i>, <i>ευ</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}