Anonymous

μεγαλοπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />magnificence, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλοπρεπής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μεγαλοπρέπεια]], ιων. τ. [[μεγαλοπρεπείη]]) [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[επιβλητικότητα]], [[μεγαλείο]]<br /><b>2.</b> [[πλούτος]], [[πολυτέλεια]]<br /><b>3.</b> το υψηλό ύφος του λόγου<br /><b>4.</b> λέγεται ως [[προσφώνηση]] υψηλών προσώπων («ἡ σὴ [[μεγαλοπρέπεια]]», Ιουστιν.).
}}
}}