3,273,446
edits
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> étude méthodique d’une question de science;<br /><b>2</b> voie détournée, fraude, artifice.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὁδός]]. | |btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> étude méthodique d’une question de science;<br /><b>2</b> voie détournée, fraude, artifice.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὁδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑM [[μέθοδος]])<br />[[συστηματικός]] και προγραμματισμένος [[τρόπος]] πορείας για την [[επίλυση]] προβλημάτων θεωρίας και πρακτικής η οποία οδηγεί από προσδιορισμένες προϋποθέσεις στην [[πραγματοποίηση]] ενός σκοπού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[σύστημα]] κανόνων ή αρχών έρευνας, μελέτης και γνώσης τών φυσικών, κοινωνικών και βιολογικών φαινομένων και, γενικά, του επιστητού, [[καθώς]] και η [[προοπτική]] υπό την οποία γίνεται η προσέγγισή τους από διάφορους ερευνητές ή από διάφορες σχολές (α. «πειραματική [[μέθοδος]]» β. «συγκριτική [[μέθοδος]]» γ. «απαγωγική [[μέθοδος]]»)<br /><b>2.</b> [[σύνολο]] πρακτικών διαδικασιών με τις οποίες διδάσκεται ένα [[μάθημα]], μια [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> [[εγχειρίδιο]] που περιέχει τις βασικές αρχές και τους τρόπους εκμάθησης μιας γλώσσας, ενός μουσικού οργάνου κ.λπ. (α. «[[μέθοδος]] Ιταλικής [[άνευ]] διδασκάλου» β. «πρακτική [[μέθοδος]] κιθάρας»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τρόπος]] σύμφωνα με τον οποίο πράττει, συμπεριφέρεται ή συναλλάσσεται [[κάποιος]] (α. «οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν στις εκλογές [[κατά]] το [[παρελθόν]] ήταν αντιδημοκρατικές» β. «το [[παιδί]] αυτό έχει μέθοδο στο διάβασμά του» γ. «το [[κρασί]] [[πρέπει]] να το πίνεις με μέθοδο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δραστηριότητα]], [[εκδήλωση]]<br /><b>2.</b> [[επινόημα]], [[εφεύρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[ανίχνευση]], [[διερεύνηση]]<br /><b>2.</b> η [[αρχή]] στην οποία στηρίζεται [[κάποιος]] [[κατά]] την επιστημονική [[έρευνα]] («κατὰ τὴν τοῡ [[πάντα]] κινεῑσθαι μέθοδον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συστηματική]] ιατρική<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών επιστημονικών γνώσεων, [[επιστήμη]]<br /><b>5.</b> [[στρατήγημα]] («κατεπείρασε διὰ μεθόδων τοὺς τόπους», ΠΔ)<br /><b>6.</b> ρητορικά [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]. Η αρχική [[σημασία]] της λ. ήταν «[[καταδίωξη]], [[επιζήτηση]]», που αργότερα εξελίχθηκε σε «[[έρευνα]], [[αναζήτηση]], [[σύστημα]] έρευνας, [[επιστήμη]]», λαμβάνοντας [[μάλιστα]] ορισμένες φορές τη [[σημασία]] που θα είχε το μεταρρηματικό παράγωγο του ρ. [[μετέρχομαι]]. | |||
}} | }} |