Anonymous

μεγαλόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 26, Φωτ. Βιβλ. 596.
|lstext='''μεγᾰλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 26, Φωτ. Βιβλ. 596.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντόφθαλμος]])].
}}
}}