μεγαλόφθαλμος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
μεγαλόφθαλμον, large-eyed, Arist.Phgn.811b20, PPetr.3p.31 (iii B. C.), Plu.2.299b, Ptol.Tetr.143, Olymp.Hist.p.459 D.
German (Pape)
[Seite 108] großäugig, Arist. physiogn. 6.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόφθαλμος: большеглазый Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 26, Φωτ. Βιβλ. 596.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)].