Anonymous

μελάγκολπος: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. [[μεγαλόκολπος]].
|lstext='''μελάγκολπος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. [[μεγαλόκολπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάγκολπος]] και [[μελανόκολπος]],-ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο [[κόλπο]], δηλ. [[στήθος]] («μελαγκόλποιο Νύμφης», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>κολπος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>κολπος</i>)].
}}
}}