μελάγκολπος

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγκολπος Medium diacritics: μελάγκολπος Low diacritics: μελάγκολπος Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: melánkolpos Transliteration B: melankolpos Transliteration C: melagkolpos Beta Code: mela/gkolpos

English (LSJ)

μελάγκολπον, black-bosomed, Nonn. D. 34.83.

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzem Busen, Nonn. D. 34, 53.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κόλπον, Νόνν. Δ. 34. 83· πρβλ. μεγαλόκολπος.

Greek Monolingual

μελάγκολπος και μελανόκολπος,-ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαόκολπος, βαθύκολπος)].