Anonymous

μελαγκρήπις: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_12)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαγκρήπῑς''': ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλαιναν βάσιν, δηλ. μέλανα ὑποδήματα, Παύλ. Σιλ. περὶ τῆς ἁγ. Σοφ. 261, πρβλ. Εὐστ. 174. 9., 1347. 53.
|lstext='''μελαγκρήπῑς''': ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλαιναν βάσιν, δηλ. μέλανα ὑποδήματα, Παύλ. Σιλ. περὶ τῆς ἁγ. Σοφ. 261, πρβλ. Εὐστ. 174. 9., 1347. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαγκρήπις]], -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)<br />αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, [[δηλαδή]] που [[φορά]] μαύρα υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρηπίς]] «[[υπόδημα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>κρήπις</i>)].
}}
}}