μελαγκρήπις

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκρήπῑς Medium diacritics: μελαγκρήπις Low diacritics: μελαγκρήπις Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: melankrḗpis Transliteration B: melankrēpis Transliteration C: melagkripis Beta Code: melagkrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, with black shoes, Eust.174.9,1437.53.

German (Pape)

[Seite 117] ιδος, mit schwarzer Grundlage, schwarzen Schuhen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκρήπῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλαιναν βάσιν, δηλ. μέλανα ὑποδήματα, Παύλ. Σιλ. περὶ τῆς ἁγ. Σοφ. 261, πρβλ. Εὐστ. 174. 9., 1347. 53.

Greek Monolingual

μελαγκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)
αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονοκρήπις)].