Anonymous

μέλλαξ: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_4)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλλαξ''': -ακος, ὁ, [[νεανίας]], διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεῖραξ]], Ἐπιγραφ. Ἀλεξ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4682 ([[ἔνθα]] πιθ. σημαίνει θεράποντα, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. μέλακες. Ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει τύπον [[μῖλαξ]] ἐκ τοῦ Ἑρμίππου, καὶ ἑρμηνεύει: «τὸν δημοτικόν». (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[μέλλω]], ὡς τὰ [[μελλείρην]], [[μελλέφηβος]]).
|lstext='''μέλλαξ''': -ακος, ὁ, [[νεανίας]], διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεῖραξ]], Ἐπιγραφ. Ἀλεξ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4682 ([[ἔνθα]] πιθ. σημαίνει θεράποντα, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. μέλακες. Ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει τύπον [[μῖλαξ]] ἐκ τοῦ Ἑρμίππου, καὶ ἑρμηνεύει: «τὸν δημοτικόν». (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[μέλλω]], ὡς τὰ [[μελλείρην]], [[μελλέφηβος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[μέλλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[νεανίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>. Η λ. θεωρείται [[υποκοριστικός]] τ. πιθ. του τ. [[μελλείρην]] «[[έφηβος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μόθαξ]], υποκοριστικό του [[μόθων]] «[[παιδί]] ειλώτων»)].
}}
}}