Anonymous

μέλλαξ: Difference between revisions

From LSJ
6_4
(b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] ακος, ὁ, od. bei Hesych. μέλαξ, Jüngling.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] ακος, ὁ, od. bei Hesych. μέλαξ, Jüngling.
}}
{{ls
|lstext='''μέλλαξ''': -ακος, ὁ, [[νεανίας]], διαλεκτικὸς [[τύπος]] τοῦ [[μεῖραξ]], Ἐπιγραφ. Ἀλεξ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4682 ([[ἔνθα]] πιθ. σημαίνει θεράποντα, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. μέλακες. Ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] μνημονεύει τύπον [[μῖλαξ]] ἐκ τοῦ Ἑρμίππου, καὶ ἑρμηνεύει: «τὸν δημοτικόν». (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[μέλλω]], ὡς τὰ [[μελλείρην]], [[μελλέφηβος]]).
}}
}}