3,277,402
edits
(6_19) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην». | |lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM [[μεσεγγυητής]]) [[μεσεγγυώ]]<br />[[πρόσωπο]] που αναλαμβάνει το [[μεσεγγύημα]], αλλ. [[μεσεγγυούχος]]. | |||
}} | }} |