Anonymous

μεσεγγυητής: Difference between revisions

From LSJ
24
(6_19)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην».
|lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην».
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM [[μεσεγγυητής]]) [[μεσεγγυώ]]<br />[[πρόσωπο]] που αναλαμβάνει το [[μεσεγγύημα]], αλλ. [[μεσεγγυούχος]].
}}
}}