Anonymous

μεσεύω: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tenir le milieu de <i>ou</i> entre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
|btext=tenir le milieu de <i>ou</i> entre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσεύω]] (Α) [[μέσος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή βρίσκομαι στο [[μέσο]], [[κατέχω]] το [[μέσο]] [[μεταξύ]] δύο («ἡ μὲν [[αἵρεσις]] οὕτω γιγνομένη [[μέσον]] ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέκομαι]] στη [[μέση]] («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων [[γένος]] [[ὥσπερ]] μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μένω]] [[ουδέτερος]], δεν [[παίρνω]] το [[μέρος]] κανενός («[[ἐπεὶ]] δὲ κατελθόντες [[οὐκέτι]] ἐμέσευον, ἀλλὰ [[προθύμως]] συνεμάχουν τοῑς Λακεδαιμονίοις», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}